ΜΙΜΗ, ΣΧΕΔΟΝ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ


Κάποιος της είπε πως είχε θλιμμένα μάτια γιομάτα 

ενδιαφέρον. 

Αυτό ήταν. Σταμάτησε στο γιοφύρι. 

Μελέτησε του ποταμού τις ελικοειδείς ενδιαφέρουσες 

αποχρώσεις. 

Θα ’πρεπε να πεταχτώ να σε δω. Καλή κίνηση για μια καριέρα: 

Οφηλία, κυρία Γουλφ και άλλες “φεμινιστικές ανοησίες”. 

Πολύ καλύτερο τέλος απ’ ένα σκέτο, επαρχιακό έρωτα: 

ένα πεζοδρόμιο στη βροχή, μια μουσκεμένη καφετιά 

σακούλα από χαρτί. 






ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΑ


Στο τέλος αυτής της φράσης, θ’ αρχίσει βροχή. 

Στην άκρη της βροχής ένα πανί. 


Σιγά σιγά το πανί θα χάσει τη θέα των νησιών. 

Μες στην ομίχλη θα χαθεί η πίστη στα λιμάνια 

μιας ολόκληρης φυλής. 


Ο δεκαετής πόλεμος τελείωσε. 

Της Ελένης τα μαλλιά ένα γκρίζο σύννεφο. 

Η Τροία μια τεφροδόχος λευκή 

δίπλα στην ψιχάλα της θάλασσας. 


Η ψιχάλα τεντώνεται σαν τις χορδές μιας άρπας. 

Ένας άντρας με συννεφιασμένα μάτια μαζεύει τη βροχή 

και αγγίζει τη χορδή του πρώτου στίχου της “Οδύσσειας”. 





ΕΡΩΤΑΣ ΚΙ ΕΡΩΤΑΣ ΞΑΝΑ


Θα ’ρθει καιρός

που μ’ έξαρση

θα καλωσορίζεις τον εαυτό σου

σαν θα φτάνεις στη δική σου πόρτα, στον δικό σου 

καθρέφτη, 

κι ο ένας χαμογελώντας θα καλωσορίζει τον άλλο 


και κάτσ’ εδώ θα λέει. Τρώγε. 

Θ’ αγαπήσεις ξανά τον ξένο που ήταν ο εαυτός σου. 

Δώσε κρασί. Δώσε ψωμί. Δώσε πίσω την καρδιά σου 

στον εαυτό της, στον άγνωστο που σ’ αγάπησε


όλη σου τη ζωή, που εσύ αγνόησες 

για κάποιον άλλο, που σ’ έχει αποστηθίσει. 

Κατέβασε τα ερωτικά γράμματα απ’ το ράφι, 


τις φωτογραφίες, τα απελπισμένα σημειώματα, 

ξεφλούδισε από τον καθρέφτη την εικόνα σου. 

Κάθισε. Απόλαυσε τη ζωή σου.  


                Ντέρεκ Ουόλκοτ, Ποιήματα (εκδ. Καστανιώτη) 

                μετάφραση: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

                                 Στέφανος Παπαδόπουλος





































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου